υπερδέξιος

υπερδέξιος
-ία, -ον, θηλ. και -ος, Α [δεξιός]
1. αυτός που βρίσκεται δεξιά και ψηλότερα από κάτι άλλο («εἶχον ὑπερδέξιον χωρίον... χαλεπώτατον καὶ ἐξ ἀριστερᾱς... ποταμόν», Ξεν.)
2. αυτός που βρίσκεται ψηλότερα (α. «λόφος ὑπερδέξιος τῶν πολεμίων», Πολ.
β. «καταλαμβάνουσι χωρίον ὑπερδέξιον οἱ βάρβαροι», Ξεν.)
3. ανώτερος, υπέρτερος σε κάτι («ὑπερδέξιος τῷ πολέμῳ», Πολ.)
4. νικητής («ὑπερδέξιον τῆς κακίας τὴν ἀρετὴν καταστῆσαι», Πλούτ.)
5. (με γεν.) κατάλληλος για κάτι («ὑπερδέξιον χωρίον τοῡ ἀποκρούεσθαι τὴν ἔφοδον», Αρρ.)
6. φρ. «ἐξ ὑπερδεξίου» ή «ἐξ ὑπερδεξίων» — από πάνω, από ψηλά (Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερδέξιος — lying above one on the right hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερδεξιός — ά, ό, Ν [δεξιός] αυτός που έχει πολύ συντηρητικές πολιτικές ή κοινωνικές αντιλήψεις, άκρως δεξιός («υπερδεξιό δημοσιογραφικό όργανο») …   Dictionary of Greek

  • υπερδεξιός — ά, ό αυτός που ανήκει στην άκρα δεξιά πολιτική παράταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερδεξιώτατον — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc acc superl sg ὑπερδέξιος lying above one on the right hand neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερδέξιον — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem acc sg ὑπερδέξιος lying above one on the right hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερδεξιώτερα — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερδεξίοις — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερδεξίοισι — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερδεξίου — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερδεξίους — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”